1

Νόμιμη Επίσχεση Εργασίας – Κάμψη της Αρχής μη Ευθύνης των Διοικούντων ΑΕ

ΝΟΜΙΜΗ ΕΠΙΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΚΑΜΨΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΜΗ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΑΕ -Απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών 664/2016

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Επίσχεση εργασίας – Η απαίτηση της εργοδότριας να εξακολουθούν οι εργαζόμενοι να παρέχουν την εργασία τους χωρίς να πληρώνονται, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τις ανάγκες της σε εργατικό προσωπικό ώστε να μπορεί η ίδια να συνεχίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα και να αποκομίζει σημαντικά οικονομικά οφέλη υπερβαίνει τα όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 Α.Κ. – Οι ενάγοντες άσκησαν νομότυπα το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας τους με δήλωση προς την πρώτη εναγομένη. Συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση του, αφού έγινε προς εξασφάλιση της ικανοποιήσεως ληξιπροθέσμων αξιώσεων τους κατ’ αυτής, και συγκεκριμένα για την πληρωμή των ως άνω δεδουλευμένων αποδοχών τους, δεδομένου ότι η εργοδότρια εταιρεία καθυστερούσε την καταβολή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα – Αδικοπραξία – Η συμπεριφορά των εναγομένων θεμελιώνει πρωτογενώς αδικοπρακτική τους ευθύνη έναντι των εναγόντων και πρέπει οι ως άνω τρεις εναγόμενοι να υποχρεωθούν να ανορθώσουν την ισόποση με τις αποδοχές τους (μισθοί υπερημερίας) ζημία τους, η οποία έχει ως αίτιο την ανωτέρω αδικοπραξία. Στην προκειμένη περίπτωση, κάμπτεται η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία, διότι υπάρχει πταίσμα της δεύτερης, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων από αδικοπραξία, οπότε υφίσταται ευθύνη τους προσωπικά σύμφωνα με τη διάταξη του όρθρου 914 ΑΚ. – Επίδειξη εγγράφων – Απαράδεκτο το αίτημα των εναγομένων περί επιδείξεως εγγράφων εκ μέρους των εναγόντων αναφορικά με τα εκκαθαριστικά σημειώματα αυτών από την ΔΟΥ για το επίμαχο φορολογικό έτος, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι ως άνω διάδικοι εργάσθηκαν κατά τα εν λόγω χρονικό διάστημα και σε έτερους εργοδότες και συνακόλουθα να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 656 εδ. β’ ΑΚ, καθώς δεν προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που οι ενάγοντες κέρδισαν ως απασχοληθέντες σε άλλους συγκεκριμένους εργοδότες. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για φορολογικό απόρρητο, η μη προσκομιδή του οποίου, ακόμη και αν το αίτημα ήταν πλήρως ορισμένο, θα κρινόταν ελεύθερα από το Δικαστήριο – Μόνη η καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή της συμβάσεως εργασίας.

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ «Η άσκηση του δι­καιώματος απαγορεύεται αν υπέρβαινα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν αρ­κεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδρά­νεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα ; του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υπό­χρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυ­τού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ού­τε κατ’ ανάγκην από την άσκηση του να δη­μιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρη­τες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαι­τείται κατά περαίωση συνδυασμός των ανω­τέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων πε­ριστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 8/2001). Πε­ραιτέρω, κατά το άρθρο 648 του ΑΚ ο εργο­δότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδο­χές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει, ενώ, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, έχει την υπο­χρέωση να τηρεί τους όρους που συμφωνή­θηκαν και τον βαρύνουν. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 325 του ΑΚ, που εφαρ­μόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και ερ­γαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής συμβάσεως, σε συνδυασμό με εκείνης των άρθρων 329, 353και 656 του ίδιου Κώδικα, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του (και κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύσει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, όσο δεν καταβάλλει δηλαδή τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα όμως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομέ­νου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς της ως άνω διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε. Διαφορετικά, η άσκηση του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών), ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστά­σεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυ­τόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξε­νεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενα αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέ­ρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη ή όταν ο μισθωτός, για να λάβει τον μισθό του από τον υπερήμερο εργοδότη, παραμένει με την θέληση του για μακρό χρονικό διάστημα άνεργος και αποφεύγει αδικαιολόγητα και κακόβουλα να φροντίσει για ανεύ­ρεση άλλης εργασίας, ενώ μπορεί εύκολα να ανεύρει και να προσφέρει την εργασία του σε άλλον εργοδότη (ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015, Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλ­λου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των ορ­γάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσε­ως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τό­τε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυ­τής του νομικού προσώπου (ΑΠ 1285/1980). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρείας, οι διοι­κούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υ­ποχρέωση για χρέη της εταιρείας, είναι, ό­μως, δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταί­σμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενι­κών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύ­νη τους (ΑΠ 1565/2013, Α’ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Ε7 2014/555, ΕΕΜΠΔ 2014/132). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθό­ντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή απο­θετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υ­φίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης της πράξης και της ζη­μίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, ό­ταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαι­τίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμ­φέρον του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιά­σθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνι­κού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής είναι μεν πράξη παράνο­μη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυ­νατόν, ωστόσο, μία ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζε­ται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει ό­ταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ή­ταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό κα­θήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημιά σε άλλον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22 σελ. 505, ΑΠ 1120/2005, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠολ 2000 σελ. 258, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 41 σελ. 87, ΕΑ 302/2006 ΔΕΕ 2006 σελ. 513, ΜονΠρΑΘ 1149/2013, Α’ Δημοσί­ευση ΝΟΜΟΣ). Για τη θεμελίωση, όμως και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της α­γωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα προαναφερόμενα στοι­χεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της α­ποζημίωσης του. Ειδικότερα για την υπαιτιό­τητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθε­νται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου, εί­τε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι α­πό την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2007 ΝοΒ 2008 (56) σελ 878, ΕφΠατρ. 658/2004 ΑρχΝομ.2005σελ. 81, ΕφΛαρ. 284/2004 Δι­κογραφία 2005 σελ. 30). Περαιτέρω, επί α­σκήσεως αξιώσεως αποζημιώσεως, η οποία στηρίζεται σε αδικοπραξία, τόκοι οφείλονται από την —μετά από όχληση— υπερημερία του εναγομένου, άλλως από την επίδοση της αγωγής (άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ). Επίσης, οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, όπως αντικατα­στάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/ 1995, επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις κατά των εργοδοτών, διευθυντών, εκπροσώπων ε­πιχειρήσεων κλπ., οι οποίοι δεν καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες στους εργαζομένους, συνεπεία της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας, πάσης φύσεως αποδο­χές. Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίζεται ποι­νικό αδίκημα μόνο για την καθυστέρηση κα­ταβολής των οφειλομένων από τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας αποδοχών, προκειμέ­νου να διασφαλισθεί η έγκαιρη καταβολή αυ­τών στους δικαιούχους και δεν δημιουργεί­ται πρωτογενής αξίωση των εργαζομένων για πληρωμή των αποδοχών τους. Συνεπώς, η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ, μόνο για τη ζημία, που υπέστη α­πό το ως άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαί­τια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του —η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους, σε κάθε περίπτωση, τό­κους υπερημερίας (άρθρο 348 ΑΚ)— και όχι για την πληρωμή των ίδιων αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση, αφού μόνη η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει εμ­πρόθεσμα τις αποδοχές δεν συνεπάγεται την απώλεια αυτών, ώστε να προκαλείται στον εργαζόμενο ισόποση με τις αποδοχές του ζημία, που να έχει ως αιτία το θεσπιζό­μενο με τις διατάξεις του ΑΝ 690/1945 αδί­κημα [ΑΠ 1436/2002 ΕλλΔνη 45(2004)757, ΕφΙωαν 264/2006ΕΕργΔ 66(2007).93, πρβλ. ΕφΠατρ 167/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010, 471]. Τέ­λος, μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων (προϋποθέσεων) της διάταξης του άρθ. 481 ΑΚ, είναι και ο έννομος ή εσωτερικός σύνδε­σμος των υποχρεώσεων, ο οποίος συνίστα­ται αποκλειστικά στην ταυτότητα της παρο­χής. Ο εσωτερικός σύνδεσμος δεν προϋπο­θέτει ούτε ταυτότητα (πραγματικού ή νομι­κού) παραγωγικού λόγου. Είναι, άρα, δυνα­τόν η υποχρέωση ή ευθύνη των συνοφειλετών να πηγάζει από διαφορετική ή διαφορε­τικό χρόνο συναφθείσα σύμβαση ή διαδοχι­κά τελεσθείσα αδικοπραξία, του ενός από αιτιώδη ενώ του άλλου από αναιτιώδη δικαι­οπραξία, του ενός από δικαιοπραξία ενώ του άλλου από αδικοπραξία, του ενός από υπαί­τιο ενώ του άλλου από ανυπαίτια συμπερι­φορά (Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστι­κός Κώδικας, Κατ’ άρθ. Ερμηνεία, II, άρθρα 481-482, σελ. 672, ΜονΠρΑΘ 1149/2013, ό.π.}.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 Ν. 3016/2002 «Διοίκηση ΑΕ με εισηγμένες μετοχές» 1.Το Διοικητικό Συμβού­λια αποτελείται από εκτελεστικά και μη ε­κτελεστικά μέλη. Εκτελεστικά μέλη θεωρού­νται αυτά που ασχολούνται με τα καθημερι­νά Θέματα διοίκησης της εταιρείας, ενώ μη εκτελεστικά τα επιφορτισμένα με την προαγωγή όλων των εταιρικών ζητημάτων. Ο α­ριθμός των μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου δεν πρέπει να είναι μι­κρότερος του 1/3 του συνολικού αριθμού των μελών. Αν προκύψει κλάσμα, στρογγυ­λοποιείται στον επόμενο ακέραιο αριθμό. Μεταξύ των μη εκτελεστικών μελών πρέπει να υπάρχουν δύο τουλάχιστον ανεξάρτητα μέλη κατά την έννοια του άρθρου 4 του νό­μου αυτού. Η ύπαρξη ανεξαρτήτων μελών  δεν είναι υποχρεωτική, όταν στο Διοικητικό Συμβούλιο ορίζονται ρητά και συμμετέχουν ως μέλη εκπρόσωποι της μειοψηφίας των μετόχων. «Η ιδιότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου ως εκτελεστικών ή μη ορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Τα ανεξάρτητα μέλη ορίζονται από τη Γενική Συνέλευση. Αν εκλεγεί από το Διοικητικό Συμβούλιο προσωρινό μέλος μέχρι την πρώτη Γενική Συνέλευση σε αναπλήρωση άλλου ανεξάρτητου που παραιτήθηκε, εξέλιπε ή για οποιονδήποτε λόγο κατέστη έκπτωτο, το μέλος που εκλέγεται πρέπει να είναι και αυτό ανεξάρτητο». 2. Θέματα που αφορούν τις κάθε είδους αμοιβές που καταβάλλονται στα διευθυντικά στελέχη της εταιρείας, τους εσωτερικούς ελεγκτές αυτής και τη γενικότερη πολιτική των αμοιβών της εταιρείας αποφασίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο».

Εξάλλου, κατά το άρθρο 656 εδάφ. ρ του ΑΚ, ο υπερήμερος εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από τον οφειλόμενο μισθό, κα­θετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από την ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού. Το από την διάταξη αυτή δικαίωμα του εργοδότη ασκείται με ένσταση του κατά της αγωγής του εργαζομένου. Για να είναι, όμως, ορισμένη η ένσταση αυτή πρέ­πει να περιέχει όλα τα περιστατικά από τπ οποία προέκυψε η ωφέλεια του μισθωτού στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της υπε­ρημερίας του εργοδότη, , το είδος της εργασίας που παρασχέθηκε {σε συγκεκριμένο εργοδότη) και το συγκεκριμένο ποσό που αποκόμισε ο μισθωτός. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποίο κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Για να είναι παραδεκτή και σύννομη η σχετική αίτηση, πρέπει να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενο του και να εκτίθενται τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 1070/2010 ΧρΙΔ 2011.467, ΑΠ 1069/2010, ΑΠ 1068/2010, ΑΠ 1067/2010, ΑΠ 575/2004, ΕΑ 2183/2010 ΔΕΕ 2011.706). Τέλος, στην διάταξη του άρθρου 85 παρ. 2 του Ν 2238/1994 περί κυρώσεως του Κώδι­κα Φορολογίας Εισοδήματος ορίζεται ότι: «Οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις, οι πράξεις προσδιορι­σμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου και οι αποφάσεις του Προϊσταμένου της Δη­μοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας και κάθε στοιχείο του φακέλλου που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής, είναι απόρρητα Και δεν επιτρέπεται η γνωστοποίηση τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον φο­ρολογούμενο στον οποίο αφορούν αυτά».

 Επίσης, στην διάταξη της παραγράφου 6 του ίδιου ως άνω άρθρου αναφέρεται ότι: «Η πα­ραβίαση του φορολογικού απορρήτου του άρθρου αυτού συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου και ποινικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Ποινι­κού Κώδικα για παράβαση καθήκοντος». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι απαγορεύεται η γνωστοποίη­ση των φορολογικών δηλώσεων των φορολογουμένων και προς την δικαστική Αρχή, εφόσον δεν υπάρχει ρητή για το αντίθετο νο­μοθετική ρύθμιση, επαφιεμένου στο δικα­στήριο να εκτιμήσει αναλόγως την άρνηση του διαδίκου να προσκομίσει την φορολογι­κή του δήλωση, αν το ζητήσει ο αντίδικος του (ΑΠ 1831/2007 ΕλλΔνη 2008.120, ΑΠ 567/1995 ΕΕΝ 1996.497, ΕφΛαμ 8/2013, Α’ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2183/2010; ΕΑ 673/2009 ΕλλΔνη 2009.1467). (…)

Περαιτέρω, το σωματείο με την επωνυμία «ΈΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙ­ΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ» το οποίο εκπροσωπείται νό­μιμα και τυγχάνει αναγνωρισμένο επαγγελ­ματικό σωματείο εργαζομένων κατά την έν­νοια του Ν. 1264/82, άσκησε προφορικά πα­ραδεκτά (άρθρ. 231, 661 παρ. 1 και 669 ΚΠολΔ) υπέρ των εναγόντων, οι οποίοι τυγ­χάνουν μέλη του, απλή πρόσθετη παρέμβα­ση (καθώς η εν λόγω παρέμβαση δεν προϋ­ποθέτει ειδικό έννομο συμφέρον του παρεμ­βαίνοντος, ΑΠ 417 /1987, ΝοΒ 1988.910), με την οποία ζητεί να γίνει δεκτή η ως άνω α­γωγή των εναγόντων-μελών του.

(…) Αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγμα­τικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη, η ο­ποία είναι δικαιούχος του σήματος και φορέ­ας έκδοσης της εβδομαδιαίας οικονομικής ε­φημερίδος (Ε), και αποτελεί την εργοδότρια των εναγόντων —οι οποίοι τυγχάνουν δημο­σιογράφοι, πλην των 39ης, 40ής και 41ης αυτών που τυγχάνουν σελιδοποιοί και της 42ης που τυγχάνει τεχνικός — προήλθε από τη διάσπαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «D ΑΕ και EE» και της εξ αυτής συ­στάσεως δύο ανώνυμων εταιρειών, της πρώ­της εναγομένης και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛ.Τ. Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρεία». Η πρώτη αυτών είχε ως κύριο α­ντικείμενο την έκδοση του «Ε» και η δεύτερη την έκδοση της ημερησίας εφημερίδας «ΕΛ.Τ» και της εφημερίδας «ΕΛ.Τ. της Κυρια­κής», η οποία κυκλοφορούσε μόνο την Κυρια­κή. Στη συνέχεια, η εκδότρια της καθημερι­νής και της κυριακάτικης έκδοσης του «ΕΛ.Τ.» διασπάσθηκε και αυτή με τη σειρά της και προέκυψαν δύο νέες ανώνυμες εται­ρείες: Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «S Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρεία» —με αντικεί­μενα την κυκλοφορία του ως άνω κυριακάτι­κου-φύλλου της ως άνω εφημερίδας— και η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛ.Τ. Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρεία», η οποία το έ­τος 2013 μετονομάσθηκε σε «ΗΜ. ΑΕ» με κύ­ριο αντικείμενο την έκδοση του ημερησίου φύλλου της ιδίας ως άνω εφημερίδας. Απο­τέλεσμα των ανωτέρω ήταν η αρχική δικαι­ούχος των σημάτων και φορέας της έκδο­σης των τριών ως άνω αναφερομένων εφη­μερίδων να διασπασθεί σε τρεις διαφορετι­κές ανώνυμες εταιρείες με αντικείμενο η κα­θεμία την έκδοση και κυκλοφορία μιας εκ των ως άνω εφημερίδων. Ειδικότερα, οι πα­ραπάνω αναφερόμενες εταιρείες αποτε­λούν στην πραγματικότητα όμιλο επιχειρήσεων υπό κοινό μετοχικό έλεγχο και διοίκηση, καθώς το μετοχικό κεφάλαιο και των τριών ως άνω εταιρειών ελέγχουν, κατά πο­σοστό 50% έκαστος, ο τρίτος εναγόμενος, μέσω εταιρείας συμφερόντων του, και ο Δ.Μ. σύζυγος της δεύτερης των εναγομένων. Εί­χε δε παράλληλα συμφωνηθή μεταξύ των μετόχων, τα μέλη των Διοικητικών Συμβου­λίων των τριών εταιρειών του Ομίλου να εί­ναι τέσσερα, με κάθε μέτοχο να ορίζει δύο μέλη της εμπιστοσύνης του. Το σύνολο δε των ως άνω εταιρειών τελούσαν έως και το χρόνο άσκησης της αγωγής υπό κοινή μετο­χική σύνθεση και διοίκηση, προερχόμενη α­πό το στενό οικογενειακό περιβάλλον των δύο ελεγχόντων το μετοχικό τους κεφάλαιο φυσικών προσώπων. Κατά το έτος 2012 η εκδότρια του ημερησίου φύλλου του «ΕΛ.Τ.» βρέθηκε σε δεινή οικονομική θέση λόγω συσσωρευμένων ζημιών και για το λόγο αυ­τό η 2η, 3ος και 4η των εναγομένων, ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτής, απο­φάσισαν κατά το ως άνω έτος 2012 την έκ­δοση ομολογιακού δανείου εκ μέρους της «ΕΛ.Τ. Εκδοτική Ανώνυμη Εταιρεία», συνολι­κού ύψους 4.500.000 ευρώ. Στη συνέχεια, τις ομολογίες που εκδόθηκαν, με απόφαση των . ιδίων προσώπων ως μελών των διοικητικών συμβουλίων των ληπτριών εταιρειών, τις α­γόρασε η πρώτη εναγομένη εταιρεία, εργο­δότρια των εναγόντων, η οποία αγόρασε ο­μολογίες ύψους 1.900.000 ευρώ, ενώ η τρίτη ως άνω εταιρεία εκδότρια του «ΕΛΧ της Κυριακής», αγόρασε ομολογίες ύψους 2.600.000 ευρώ. Η ως άνω συναλλαγή επιβά­ρυνε την ήδη δεινή οικονομική θέση της πρώτης εναγομένης εταιρείας και συνέτεινε στη ματαίωση της ικανοποίησης των απαι­τήσεων των εναγόντων – εργαζομένων της ως άνω λήπτριας των ομολογιών εταιρείας, καθώς, σύμφωνα και με την από 7-7-2014 ι­διωτική πραγματογνωμοσύνη ορκωτού ελεγκτή – λογιστή, την οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, λαμβανομέ­νων υπόψη των οικονομικών στοιχείων των εν λόγω εταιρειών προκύπτει ότι «κατά το χρόνο που έγινε η έκδοση και κάλυψη του Ομολογιακού δανείου, τόσο οι οικονομικές καταστάσεις της εκδότριας εταιρείας άσο και της λήπτριας ήταν τέτοιες που δεν θεω­ρείται φυσιολογική μεταξύ ανεξαρτήτων συμβαλλομένων μια τέτοιου είδους συναλ­λαγή με βάση τους κανόνες της ιδιωτικής οι­κονομίας, με βάση τους δείκτες των εταιρει­ών, αλλά και με βάση την συνολική πορεία του κλάδου που ήταν και είναι πάρα πολύ κα­κή ειδικά στις χρονικές περιόδους που προα­ναφέραμε». Οι εναγόμενοι προς αντίκρουση του ως άνω συμπεράσματος του ορκωτού λογιστή, στον οποίο ανατέθηκε η σχετική μελέτη εκ μέρους των εναγόντων, ισχυρίζο­νται ότι το εν λόγω δεκαετούς διάρκειας ο­μολογιακό δάνειο δεν δημιούργησε νέα ο­φειλή της ως άνω εταιρείας ήδη «ΗΜ ΑΕ» προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία, καθώς δεν εκταμιεύθηκε κανένα χρηματικό ούτε και απαλλοτριώθηκε ή μεταβιβάσθηκε κά­ποιο εν γένει δικαίωμα ή απαίτηση της προς την «ΗΜ ΑΕ». Ειδικότερα, οι εναγόμενοι ισχυ­ρίζονται ότι η ανωτέρω οφειλή προϋπήρχε και απλά μετατράπηκε το μεγαλύτερο μέ­ρος της εν λόγω οφειλής, υφισταμένης ήδη από 31-12-2011 της «ΗΜ ΑΕ», ύψους 2.300.965,18 ευρώ, σε ομολογιακό δάνειο ύ­ψους 1.900.000 ευρώ και σε καμία περίπτω­ση δεν δημιουργήθηκε νέα οφειλή και ότι το ως άνω ομολογιακό δάνειο εξοφλήθηκε ο­λοσχερώς σε τρεις δόσεις, στις 19-9-2014, στις 26-9-2013 και στις 26-9-2013 αντί­στοιχα, ενώ παράλληλα τα τελευταία έτη λόγω της συνεργασίας μεταξύ των δύο ως άνω εταιρειών, η «ΗΜΕΠΕΤ ΑΕ» ήταν αυτή που ενίσχυε την ταμιακή ρευστότητα της πρώτης εναγομένης με την καταβολή ανά τακτά χρονικά διαστήματα σημαντικών χρη­ματικών ποσών. Ωστόσο, οι εναγόμενοι, πα­ρά τους ως άνω ισχυρισμούς τους, τους ο­ποίους επιχειρούν να θεμελιώσουν στα οικο­νομικά στοιχεία και παραστατικά των επίμα­χων εταιρειών, τα οποία προσκομίζουν, δεν δίδουν καμία απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο, παρά τη σχετικά άμεση —και όχι σε βάθος δεκαετίας, όπως ήταν η πρόβλεψη κατά τη σύναψη του επίδικου δεκαετούς διάρκειας ομολογιακού δανείου, δεν ικανο­ποιήθηκαν, έστω και εν μέρει οι ήδη ληξιπρό­θεσμες απαιτήσεις των εναγόντων – εργα­ζομένων της πρώτης εναγομένης, ειδικά κα­τά την καταβολή ποσού ύψους 375.000 ευρώ την 26-9-2013, όπως οι ίδιοι οι εναγόμενοι ι­σχυρίζονται, και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί τους περί μη προσωπικής ευθύνης τους ως μελών της διοίκησης της ως άνω εταιρεί­ας λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων της διατάξεως του άρθρου 71 ΑΚ, θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως θα ανα­φερθεί και περαιτέρω αναλυτικά στη συνέ­χεια του σκεπτικού της παρούσας. Επιπλέον, ο ισχυρισμός της τέταρτης των εναγομένων περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης της ιδίας, λόγω συνδρομής στο πρόσωπο της των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθρου 3 Ν. 3016/ 2002, όπως το περιεχόμε­νο της τελευταίας αναφέρεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τυγχάνει απορριπτέ­ος, καθώς η ως άνω διάδικος δεν απέδειξε ό­τι συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, κα­θώς από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προ­κύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση πρό­κειται περί ανώνυμης εταιρείας με εισηγμένες μετοχές, προκειμένου να ερευνηθεί αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της αν λόγω διάταξης, δεδομένου ότι το ως άνω αναφερόμενο νομοθέτημα και οι επιμέρους διατάξεις αυτού, τις οποίες επικαλείται η ως άνω εναγομένη, αφορούν σε ανώνυμες εται­ρείες με εισηγμένες μετοχές στο χρηματι­στήριο. Οι δε ενάγοντες, από την άλλη πλευρά, όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα παρείχαν κανονικά την εργασία τους στην ως άνω πρώτη εναγομένη, ωστόσο η τελευ­ταία, από το μήνα Ιούνιο —για κάποιον εξ αυ­τών— και από τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο —για τους λοιπούς— του έτους 2013 έπαψε να καταβάλλει τις μηνιαίες αποδοχές τους, οι δε ενάγοντες συνέχισαν να εργάζο­νται χωρίς να λαμβάνουν αποδοχές, έως το μήνα Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οπότε προ­έβησαν σε επίσχεση εργασίας, διακόπτο­ντας την παροχή της εργασίας τους, παρα­μένοντας όμως σε ετοιμότητα για εργασία και στη διάθεση της πρώτης εναγομένης. Το άνω δικαίωμα επίσχεσης ασκήθηκε με τις από 2-1-2014 και 31-12-2013 εξώδικες δη­λώσεις αυτών προς την ως άνω εναγομένη, που κοινοποιήθηκαν σ’ αυτή αυθημερόν, με τις οποίες (εξώδικες δηλώσεις) άπαντες οι ανωτέρω ενάγοντες άσκησαν το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας τους (ΑΚ 325), μέχρι την εξόφληση των δεδουλευμένων αποδοχών τους. Οι ενάγοντες, πριν ασκήσουν  το δικαίωμα επίσχεσης, εξάντλησαν τα όρια υπομονής τους, αφού έμειναν πέντε έως 7 μήνες χωρίς πληρωμή, ήταν, δε, γνωστή στην πρώτη εναγομένη η οικονομική θέση στην  οποία είχαν περιέλθει, αφού η εργασία τους ήταν η μόνη πηγή βιοπορισμού τους, ε­νώ η πρώτη εναγομένη δεν τους κατέβαλε κανένα μισθό ή μέρος του μισθού έναντι των οφειλομένων, με αποτέλεσμα οι ίδιοι —οι 22 πρώτοι αυτών— να υποχρεωθούν να ασκή­σουν την από 27-2-2014 αγωγή τους και την από 18-3-2014 οι λοιποί αυτών, για την κα­ταβολή των ως άνω δεδουλευμένων τους και να εκδοθούν σχετικά οι υπ’ αριθμ. 27/2015 και 75/2015 αποφάσεις αντίστοιχα του Ει­ρηνοδικείου Νέας Ιωνίας, οι οποίες έχουν ή­δη καταστεί αμετάκλητες, το σήμα δε της ε­φημερίδας «Ε», η προστασία του οποίου λή­γει την 1-10-2020, κατασχέθηκε αναγκα­στικά δυνάμει της υπ’ αριθμ. 203/2015 απο­φάσεως του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου (δια­δικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) δυνάμει σχετικής αιτήσεως κάποιων εκ των εναγό­ντων. Αντίθετα, η απαίτηση της εργοδό­τριας – πρώτης εναγομένης να εξακολου­θούν οι, εργαζόμενοι – ενάγοντες να παρέχουν την εργασία τους χωρίς να πληρώνο­νται, καλύπτοντας, με τον τρόπο αυτό, τις α­νάγκες της σε εργατικό προσωπικό και δη­μοσιογράφους, ώστε να μπορεί η ίδια να συ­νεχίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα της και να αποκομίζει σημαντικά οικονομικά οφέλη από την κυκλοφορία του φύλλου της εφημερίδας και από την καταχώρηση διαφη­μιστικών μηνυμάτων σε αυτά, υπερβαίνει τα, όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ή­θη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλή­ρωσης των —όχι ασήμαντων— υποχρεώσε­ων της εργοδότριας εταιρείας, η οποία καθυ­στέρηση, όπως προαναφέρθηκε, οφείλεται σε υπαιτιότητα της τελευταίας, και όχι σε α­πρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία της, ενώ η εν λόγω επίσχεση δεν προξένησε δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στην ίδια, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ούτε στρεφόταν κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Επομένως, η ασκηθείσα από τους εναγόμενους ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως, του δικαιώματος των εναγόντων προς επίσχεση της εργασίας τους, κρίνεται απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σύμφω­να με τα ανωτέρω, οι ενάγοντες άσκησαν νομότυπα το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας τους με δήλωση προς την πρώτη εναγομένη και συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέ­σεις για την άσκηση του, αφού έγινε προς ε­ξασφάλιση της ικανοποίησης ληξιπρόθε­σμων αξιώσεων τους κατ’ αυτής, και συγκε­κριμένα για την πληρωμή των ως άνω δε­δουλευμένων αποδοχών τους, δεδομένου ό­τι η εργοδότρια εταιρεία καθυστερούσε την καταβολή τους για μεγάλο χρονικό διάστη­μα. Η επίσχεση διήρκεσε τουλάχιστον μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, αφού η εναγομένη εξακολουθούσε να μην καταβάλλει τα οφει­λόμενα. Αποτέλεσμα της δηλωθείσας από τους ενάγοντες επίσχεσης της εργασίας τους ήταν να περιέλθει η εναγομένη σε κα­τάσταση υπερημερίας ως προς την καταβο­λή των αποδοχών τους. Ούτε όμως αποδεί­χθηκε μετά την επίσχεση εργασίας, που ά­σκησαν οι ενάγοντες, ότι επήλθε λύση της εργασιακής σχέσης αυτών, αφού η εργοδό­τρια εταιρεία δεν κατήγγειλε, όπως ευχε­ρώς μπορούσε να πράξει, τις εργασιακές συμβάσεις, αλλά συνέχισε να είναι υπερήμε­ρη, καθόσον ο εργοδότης δεν έχει το δικαί­ωμα να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργα­σίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγό­μενοι, και γίνεται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου, εφ’ όσον αποκρούει την προσφορά τους χω­ρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της συμβάσεως αυτής. Η υπερημερία δε αυτής δεν έπαυσε, αφού δεν καταβλήθηκαν τα ο­φειλόμενα, ενώ με την αναστολή έκδοσης του φύλλου της εφημερίδας «Ε» και την παύ­ση στην πράξη της λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησης κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013 δεν λύθηκαν οι εν λόγω εργασια­κές συμβάσεις, καθόσον η εργοδότρια εται­ρεία δεν τις κατήγγειλε, και συνεπώς ο σχε­τικός ισχυρισμός εκ μέρους των εναγόμε­νων περί λύσεως των ως άνω εργασιακών σχέσεων με οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία τους των ίδιων των εναγόντων, ο ο­ποίος αποτυπώθηκε και στο από 30-6-2014 έγγραφο της πρώτης εναγομένης προς τον ΟΑΕΔ περί οικειοθελούς αποχωρήσεως των ίδιων των εναγόντων από την εργασία τους την 8-1-2014, θα πρέπει να απορριφθή ως α­βάσιμος, καθώς οι ενάγοντες δεν απουσία­ζαν αδικαιολόγητα από την εργασία τους, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε, όπως προανα­φέρθηκε, ότι άσκησαν νόμιμα το δικαίωμα τους στην επίσχεση εργασίας τους. Ούτε ε­ξάλλου αποδείχθηκε ότι οι ως άνω εργαζό­μενοι κατά το παραπάνω διάστημα της υπε­ρημερίας του εργοδότη τους, παρέλειψαν α­πό οκνηρία ή κακοβουλία να προσφέρουν αλλού εργασία ως δημοσιογράφοι, σελιδοποιοί και τεχνικοί αντίστοιχα ή άλλη παρεμ­φερή σχετική με τα προσόντα τους εργασία, με ανάλογες αποδοχές, αφού, οι ως άνω ε­ναγόμενοι —οι οποίοι φέρουν και το σχετικό βάρος απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού τους— δεν επικαλέσθηκαν οποιοδήποτε α­ποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύ­πτει ότι οι ενάγοντες είχαν τη δυνατότητα να εργασθούν σε συγκεκριμένους εργοδό­τες (τους οποίους ουδόλως προσδιορίζουν) και παρόλα αυτά, απέφυγαν κακόβουλα να το πράξουν. Επιπλέον οι ενάγοντες πριν α­σκήσουν το εν λόγω δικαίωμα τους εξάντλη­σαν κάθε άλλο μέσο για τη διεκδίκηση των δεδουλευμένων τους και υπέμειναν για με­γάλο χρονικό διάστημα τις μερικές καταβο­λές των δεδουλευμένων τους σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Η δε ως άνω εργοδό­τρια δεν βρισκόταν σε πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία, αλλά σε διαρκή, η δε αδυναμία της ήταν γενική και όχι μόνο απέναντι στους ερ­γαζομένους, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στο από 21-1-2014 μήνυμα ηλεκτρονι­κού ταχυδρομείου του ως άνω αναφερομέ­νου Δ.Μ. προς τον τρίτο των εναγομένων, ό­που αναφέρεται ότι η «ήδη τραγική οικονομι­κή κατάσταση της εταιρείας», εντάθηκε δε και διαιωνίστηκε λόγω των διαχειριστικών αντιδικιών μεταξύ των ως άνω αναφερομέ­νων μελών της διοίκησης του παραπάνω α­ναφερομένου ομίλου επιχειρήσεων, στον ο­ποίο ανήκει και η πρώτη εναγομένη εταιρεία. Ωστόσο, η στάση των εργαζομένων δεν συ­νέτεινε αποφασιστικά στην ως άνω κατά­στασή της, καθώς με την αποχή τους δεν προκάλεσαν δυσανάλογη ζημία στην πρώτη εναγομένη, διότι η τελευταία είχε ήδη δηλώσει ότι προτίθεται να σταματήσει την κυκλο­φορία του φύλλου του «Ε», γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται αφενός από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, ο οποίος κατέθεσε ότι ο τρίτος των εναγομένων ανακοίνωσε ότι σταματάει η κυκλοφορία της εφημερίδας το Δεκέμβριο του έτους 2013, ενώ σε επόμενο σημείο της κατάθεσής του σημειώνει ό ο ίδιος ως άνω διάδικος είπε «δεν ξαναβγαίνει η εφημερίδα, δεν έχουμε χαρτί», αφετέ­ρου και από την από 6-5-2015 επιστολή του ως άνω ΔM. και του τρίτου των εναγομένων προς το Διευθυντή της «Εφημερίδας των Συ­ντακτών», όπου αναφέρεται ότι κατά το μή­να Νοέμβριο του έτους 2013 «για πολλούς λόγους, κυριότερος από τους οποίους η οικο­νομική κρίση και η κατάσταση στην αγορά των ΜΜΕ, η έκδοση του «Ε» ανεστάλη». Συ­νεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομέ­νων περί ευθύνης των ίδιων των εργαζομέ­νων για την αναστολή της κυκλοφορίας της ως άνω εφημερίδας τυγχάνει απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, το γε­γονός ότι η εργοδότρια προσερχόταν τακτικά στις διαπραγματεύσεις —όπως επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο ως άνω μάρτυρας απόδειξης— και υποσχόταν την καταβολή δεδουλευμένων, χωρίς όμως να τηρήσει τις δεσμεύσεις της, δεν αίρουν την υπερημερία της. Επιπλέον, ούτε η επικαλούμενη οικονομική δυσπραγία της αίρει την υπερημερία της, αφού θα μπορούσε νόμιμα να καταγγεί­λει τις συμβάσεις των εναγόντων, ικανοποιώντας συγχρόνως και τις απαιτήσεις τους. Αντίθετα, η εναγομένη δεν είχε εκδηλώσει, προκειμένου να άρει την υπερημερία της, πραγματική επιθυμία επιστροφής των ενα­γόντων στην εργασία τους και καταβολής, έστω και μέρους των οφειλομένων αποδο­χών των τελευταίων. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, η πρώτη εναγομένη ως εργο­δότρια οφείλει να καταβάλει στους ενάγο­ντες ως μισθούς υπερημερίας τα εξής χρη­ματικά ποσά με βάση τους μικτούς μηνιαίους μισθούς αυτών, το ύψος των οποίων δεν αμ­φισβητείται από τους εναγομένους, για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2014 έως και το μήνα Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, καθώς και το αντίστοιχο Δώρο Πά­σχα, απορριπτόμενου πρωτίστως ως απαρά­δεκτου του αιτήματος των εναγομένων περί επιδείξεως εγγράφων εκ μέρους των εναγό­ντων αναφορικά με τα εκκαθαριστικά σημειώματα αυτών από την ΔΟΥ για το επίμαχο φορολογικό έτος —2014—, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν οι ως άνω διάδικοι εργάσθηκαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα και σε έτερους εργοδότες και συνακόλουθα να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 656 εδ. β’ ΑΚ, καθώς, όπως αναλυτικά αναφέρεται και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα ποσά που οι ενάγοντες κέρδισαν ως απασχοληθέντες σε άλλους συγκεκριμένους εργοδότες, σε κάθε περίπτωση δε, πρόκειται για φορολογικό απόρρητο, η μη προσκομιδή του οποίου, ακόμη και εάν το αίτημα ήταν πλήρως ορισμένο, θα κρινόταν ελεύθερα από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα ως άνω αναφερόμενα. Αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι η ως άνω περιγραφόμενη στάση της πρώτης εναγο­μένης συνιστούσε καταγγελία εκ μέρους Της τελευταίας της συμβάσεως εργασίας της 26ης των εναγόντων, όπως η ίδια ισχυ­ρίζεται ότι υπέλαβε, καθώς μόνη η καθυστέρηση στην καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, και συνεπώς το σχετικό αίτημα της τελευταίας περί κα­ταβολής σ’ αυτήν αποζημίωσης απόλυσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσι­μο.

Αποδείχθηκε δε ότι καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η πρώτη εναγομένη δια των νομίμων εκπροσώπων αυτής ουδέποτε έστερξε στις νόμιμες απαιτήσεις των εργα­ζομένων της, αλλά αντίθετα αξιοποιούσε την πάροδο του χρόνου, εις βάρος τους, με σκοπό την αποδυνάμωση των απαιτήσεων αυτών και κυρίως την παύση της έκδοσης της εφημερίδας «Ε», ώστε να μην εισπράττει από πουθενά έσοδα και να καταστεί ανέφι­κτη η με οποιοδήποτε τρόπο ικανοποίηση των αξιώσεων των εργαζομένων της, απο­βλέποντας με τον τρόπο αυτό στη ματαίωση των όποιων διεκδικήσεων τους, αλλά και κυ­ρίως στην ανέχεια τους, καθώς τα οφειλόμε­να ποσά εκάστου ενάγοντας αφορούσαν δε­δουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερη­μερίας, τα οποία είναι απαραίτητα για το βιο­πορισμό του. Όπως δε αναφέρθηκε, οι ενα­γόμενοι ισχυρίζονται ότι στα ταμεία της ε­ταιρείας εισέρρευσαν μεγάλα χρηματικά ποσά λόγω αποπληρωμής των ομολογιών εκ μέρους της ως άνω αναφερόμενης εταιρείας «ΗΜ ΑΕ», από τα οποία ουδέν διατέθηκε —έ­στω σε ένδειξη καλής πίστης— προς τους εργαζομένους. Συνακόλουθα, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων σε συνδυασμό με όσα συνάγονται και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήρια, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, σχημά­τισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ότι η περιγραφόμενη συμπεριφορά των ως άνω εναγομένων συγκεντρώνει τα χαρακτηρι­στικά της αδικοπραξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθ. 914 ΑΚ. Ειδικότερα, η συ­μπεριφορά τους, αξιολογούμενη τόσο ως φυσικών προσώπων όσο και ως μελών του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγο­μένης, είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοι­νωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδο­μένη χρονική περίοδο. Στην προκειμένη πε­ρίπτωση και εν τω μέσω της οικονομικής κρί­σης (η οποία ως πασίδηλο γεγονός, λαμβά­νεται αυτεπαγγέλτως υπόψη} που πλήττει την χώρα μας, η μη πληρωμή δεδουλευμέ­νων αποδοχών, αλλά και η με οποιοδήποτε τρόπο με δόλο ματαίωση της επιδίωξης τους, αποτελεί καταφανώς συμπεριφορά α­ντίθετη προς τα χρηστά ήθη και την αντίληψη του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ο οποί­ος εύλογα θα ανέμενε —ως ένδειξη καλής πίστης και κατανόησης προς τους εργαζο­μένους— την καταβολή έστω ενός ποσού ως έναντι των οφειλομένων. Αντιθέτως, οι ως άνω εναγόμενοι, εκμεταλλευόμενοι —εις βά­ρος του συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος της εργασίας και της αμοιβής της (άρθ. 22Σ)— τον κεφαλαιουχικό χαρα­κτήρα των εταιρειών με τις οποίες δραστη­ριοποιούνται, με προκλητικό τρόπο δεν εξό­φλησαν τις απαιτήσεις των εργαζομένων και προέβαινα ν σε επιχειρηματικές επιλο­γές, οι οποίες απαξίωναν τα περιουσιακά στοιχεία της πρώτης εναγομένης, προκειμέ­νου να ματαιώσουν και την ικανοποίηση τους (των απαιτήσεων των εργαζομένων) μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης. Η συμπερι­φορά τους αυτή, εκτός της ποινικής της α­παξίας (παράβαση μόνου άρθρου του ΑΝ 690/ Ϊ945 και διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας) είναι παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του όρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημιά σε άλλον, αλλά και υ­παίτια, καθώς με απόλυτη συνειδητοποίηση των ενεργειών τους και αδιαφορώντας για τη ζημία των εργαζομένων, παρέλειπαν δολίως να τους καταβάλουν τα οφειλόμενα σε αυτούς ποσά και ενεργούσαν αποκλειστικά προς το σκοπό της οικονομικής τους ανέχει­ας. Επίσης, αποδείχθηκε ότι υφίσταται και η πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς των εναγομένων (η οποία συντίθεται από εξακολουθητικές πράξεις και παραλείψεις, όπως εκτέθηκε) και της ζημίας που επήλθε στην περιουσία των εναγόντων, η οποία είναι άμεση, αφού, και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η συμπεριφορά αυτών {εναγο­μένων), όπως αποδείχθηκε και με τις ειδικό­τερες συνθήκες και περιστάσεις, που έλαβε χώρα, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα στους ενάγοντες, το οποίο και πράγματι, κατά τα ως άνω, επέφε­ρε και ισούται με το ύψος των οφειλομένων σ’ αυτούς ποσών γιο μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την επίσχεση εργασίας και εφεξής. Σύμφωνα με τα ανωτέ­ρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρί­ου, η συμπεριφορά των εναγομένων θεμε­λιώνει πρωτογενώς αδικοπρακτική τους ευ­θύνη έναντι των εναγόντων και πρέπει οι ως άνω τρεις εναγόμενοι να υποχρεωθούν να ανορθώσουν την ισόποση με τις αποδοχές τους (μισθοί υπερημερίας) ζημία τους, η ο­ποία έχει ως αίτιο την ανωτέρω αδικοπραξία. Στην προκειμένη περίπτωση, κάμπτεται ό­πως προαναφέρθηκε, η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία και δεν ι­σχύει, διότι υπάρχει πταίσμα της δεύτερης, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων από α­δικοπραξία, οπότε υφίσταται ευθύνη τους προσωπικά σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 914 ΑΚ, σύμφωνα και με τα αναλυτικά ανα­φερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, πρέπει η κρι­νόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τους 26η και 14ο των εναγόντων —κα­τά τα ως άνω αναφερόμενα για την αποζη­μίωση απόλυσης αυτών— και ολικώς δεκτή ως προς τους λοιπούς των εναγόντων ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι (κατά τη διάκριση καταψηφιστικών και αναγνωριστικών διατάξεων κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό βάσει των σχετικών αιτημάτων των εναγό­ντων), ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος εξ αυτών, να καταβάλουν, νομιμότοκα, ανα­φορικά με την πρώτη εναγόμενη από την ε­πομένη της δήλης ημέρας κατά την οποία ή­ταν απαιτητό έκαστο επί μέρους κονδύλιο και συγκεκριμένα για τους ως άνω αναφερό­μενους μισθούς υπερημερίας, από την επο­μένη της τελευταίας ημέρας εκάστου μηνός, που αντιστοιχούν σε μηνιαίες αποδοχές υ­περημερίας και μέχρι την πλήρη εξόφληση. (…) Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλε­σης της απόφασης αυτής να προξενηθεί ση­μαντική ζημιά σε άπαντες τους ενάγοντες, οι οποίοι αποδείχθηκε ότι είναι μισθοσυντή­ρητοι και εξαρτώμενοι αποκλειστικά από τα εισοδήματα της παρεχόμενης εργασίας τους. Γι’ αυτό, πρέπει η απόφαση αυτή να κη­ρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενο στο διατακτικό της παρούσας, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη για κεφάλαιο και τόκους, κατ’ απο­δοχή του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος των εναγόντων, ως και ουσιαστικά βάσιμου, λόγω και της φύσεως των επιδικαζόμενων κονδυλίων, ως εργατικών απαιτήσεων (άρ­θρα 908 παρ. 1 εδ α’ και περ. ε’ βλ. Κεραμεύς / Κονδύλης / Νικάς, ΚΠολΔ IΙ, εκδ. 2000, άρ­θρο 908 / ΕφΑθ 2323/1997 αδημ.), αναφο­ρικά μόνο με την πρώτη των εναγομένων -εργοδότρια αυτών, ενώ ως προς τους λοι­πούς εναγόμενους δεν κρίνεται ότι συντρέ­χουν προς τούτο εξαιρετικοί λόγοι, ενώ επι­πλέον πιθανολογείται ότι η εκτέλεση θα βλάψει ανεπανόρθωτα τους ως άνω ηττηθέντες διαδίκους – φυσικά πρόσωπα (άρθρ. 908 παρ. ΚΠολΔ), και συνεπώς το σχετικό αίτημα αναφορικά με τους ανωτέρω θα πρέπει να α­πορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. (…)