image_pdfimage_print

TTο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών συνήλθε σήμερα Τρίτη, 17 Ιουλίου 2007 υπό την προεδρία του τακτικού μέλους συν. Ιωάννη Αποστολόπουλου, λόγω εξαίρεσης του προέδρου συν. Παναγιώτη Τερζή και με την παρουσία των τακτικών μελών συν. Παναγιώτη Μπόσδα, Μανώλη Καραμπατσάκη, του αναπληρωματικού μέλους ’ρη Καρρέρ, που αντικαθιστά το τακτικό μέλος Π. Τερζή, του αναπληρωματικού μέλους Αικατερίνης Δουλγεράκη, που αντικαθιστά το εξαιρεθέν τακτικό Ελένη Ανδριανού, καθώς και της γραμματέως Μαρίας Χριστοφοράτου, προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί των συνεκδικαζόμενων εγκλήσεων των συν. Σώτης Τριανταφύλλου και Σταυρούλας Παπασπύρου.

Η υπ’ αριθμ. πρωτ. 2050/31.10.06 έγκληση της συν. Σώτης Τριανταφύλλου κατά της συν. Σταυρούλας Παπασπύρου, ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
“…Στο φύλλο της Κυριακάτικης “Ε” της 30.10.06 η κα. Σταυρούλα Παπασπύρου μού πήρε συνέντευξη με αφορμή το καινούργιο μου βιβλίο “Κινέζικα κουτιά”. Η δημοσιογράφος, η οποία με έχει προσβάλει στο παρελθόν (θα εξηγήσω παρακάτω πώς), αλλά δεν το είχα μάθει διότι δεν διαβάζω συνεντεύξεις (δείχνω εμπιστοσύνη!), δεν διέθετε μαγνητόφωνο. Σημείωσε σε χαρτιά. Ενώ καθόμουν για να αρχίσουμε τις ερωταπαντήσεις, της ανέφερα ότι την προηγούμενη ήμουν μέλος της Εφορευτικής Επιτροπής στις εκλογές και ότι στενοχωρήθηκα με τη φτώχεια και την ανημπόρια των ανθρώπων. Της είπα, μεταξύ άλλων, πως η συμπόνια που νιώθω για τον κόσμο είναι κάτι τρομερά οδυνηρό για μένα κι ότι, ωστόσο, αποτελεί μέρος του νοήματος της ζωής· επανέλαβα πολλές φορές τη λέξη “συμπόνια”, “καλοσύνη”, “βοήθεια προς τους άλλους”. Και έκανα συγκεκριμένες αναφορές στα βιβλία μου τα οποία γράφω -είπα- από αγάπη για τους ανθρώπους μολονότι δεν είμαι χριστιανή. Στο lead η κα. Παπασπύρου έγραψε ότι η Σώτη Τριανταφύλλου βλέπει τους ανθρώπους “ανήμπορους και καμπούρηδες” και βέβαια συνεχίζει ζωγραφίζοντας το πορτραίτο μου ως ενός αλαζονικού τέρατος. Παραβιάζει όλους τους κανόνες της συνέντευξης -καταργεί τις ερωταπαντήσεις- και βάζει στο στόμα μου επιλεγμένες, “αντιπαθητικές” λέξεις.
Πριν από δύο ή τρία χρόνια, σε ανάλογη περίσταση, με είχε ρωτήσει τι σημαίνει για μένα η φιλία -στην οποία αναφέρομαι συχνά στα βιβλία και στα άρθρα μου- και όταν απάντησα: “Η φιλία δεν είναι πια αυτή που ήταν, διότι αποκλίνουμε μεγαλώνοντας, διότι άλλοι γνωρίζουν κοινωνική επιτυχία και άλλοι όχι, έβαλε τίτλο στη συνέντευξη: Σώτη Τριανταφύλλου: “Με ζηλεύουν”, λες και είμαι καμιά τραγουδιάρα (το έμαθα προσφάτως)…”.

Η υπ’ αριθμ. πρωτ. 2059/02.11.06 έγκληση της συν. Σταυρούλας Παπασπύρου εναντίον της συν. Σώτης Τριανταφύλλου, ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
“Στις 30.10.06 δεκάδες συγγραφείς, εκδότες, στελέχη του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και δημοσιογράφοι του πολιτιστικού ρεπορτάζ, έγιναν αποδέκτες μιας ηλεκτρονικής επιστολής της Σώτης Τριανταφύλλου με τίτλο “Η τέχνη της συνέντευξης ή τρόμος και αθλιότητα των δημοσιογράφων”, γραμμένη “με ευκαιρία ένα ακόμη δημοσιογραφικό φάουλ, όπου το πρόσωπο που δίνει συνέντευξη μεταμορφώνεται σε υπεροπτικό τέρας από τη Σταυρούλα Παπασπύρου”.
Στην συγκεκριμένη επιστολή, το περιεχόμενο της οποίας πληροφορήθηκα από τρίτους, η κα. Τριανταφύλλου μιλά για “δήθεν σοβαρούς δημοσιογράφους ‘προοδευτικών’ εφημερίδων”, οι οποίοι “υιοθετούν την συμπεριφορά του χωροφύλακα-ανακριτή”, “διυλίζουν τα λεγόμενα του ανθρώπου που έχουν απέναντί τους με τρόπο, ώστε να πουλιούνται φύλλα” και “περνούν τη δική τους, στραβή κι ανάποδη διάθεση, τα δικά τους ψυχικά ελλείμματα μέσα από τα πρόσωπα που συνεντευξιάζουν”. Μιλά για “βρώμικους συνεντεύκτες” που “επιδιώκουν να βγάλουν στη φόρα άπλυτα και σκατά”, υποστηρίζοντας από την πλευρά της ότι “δεν έχω τίποτε να φοβηθώ εκτός από την περιρρέουσα βλακεία”.
Τι είχε προηγηθεί; Ως συντάκτρια του πολιτιστικού ένθετου “7” της “Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας”, είχα ζητήσει από την κα. Τριανταφύλλου συνέντευξη, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου της μυθιστορήματος. Το κείμενό μου, στο οποίο τόλμησα να εκφράσω και κάποιες αρνητικές κρίσεις για το βιβλίο της, δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 28-29ης Οκτωβρίου 2006. Την επόμενη της δημοσίευσης, η κα. Τριανταφύλλου, αντί να ενημερώσει την εφημερίδα για τις οποιεσδήποτε ενστάσεις της ζητώντας επανόρθωση, μου έστειλε ένα προσωπικό ηλεκτρονικό μήνυμα, κατηγορώντας με ότι διαστρέβλωσα το ύφος και τα λόγια της, ότι μου λείπει το χιούμορ κι ότι αδυνατώ να συλλάβω τις αποχρώσεις όσων λέει.
Της απάντησα ότι τις επιφυλάξεις για το βιβλίο της, τις είχα ήδη εκφράσει στην συνάντησή μας, κι ότι δεν θεωρώ ότι διαστρέβλωσα τα λεγόμενά της. Ακολούθησε δεύτερο e-mail από την μεριά της, με το οποίο μ’ ενημέρωνε πως καταφεύγει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο της Ένωσής μας. Την ίδια, όμως, στιγμή που η κα. Τριανταφύλλου επικαλούνταν -με τον δικό της τρόπο πάντα- την δημοσιογραφική δεοντολογία, έσπευδε να με διαβάλει στον επαγγελματικό μου χώρο, επιμένοντας να μιλά γενικά κι αόριστα, χωρίς πουθενά να διευκρινίζει ποιες επιτέλους φράσεις της αποδόθηκαν χωρίς να τις έχω ξεστομίσει…”.

Το Π.Π.Σ. έκρινε βάσιμη την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2050/31.10.06 έγκληση της συν. Σώτης Τριανταφύλλου και αποφάσισε την άσκηση πειθαρχικής δίωξης εναντίον της συν. Σταυρούλας Παπασπύρου, για παράβαση του άρθρου 7, παρ. 1, εδ. α’ του Καταστατικού και άρθρο 6, παρ. α’ του Κώδικα Αρχών Δεοντολογίας.

Επίσης, το Π.Π.Σ. έκρινε βάσιμη την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2059/02.11.06 έγκληση της συν. Σταυρούλας Παπασπύρου και αποφάσισε την άσκηση πειθαρχικής δίωξης εναντίον συν. Σώτης Τριανταφύλλου, για παράβαση του άρθρου 7, παρ. 1, εδ. α’ του Καταστατικού και άρθρο 6, παρ. α’ του Κώδικα Αρχών Δεοντολογίας.

Το Συμβούλιο αποφάσισε την συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων, λόγω συνάφειας.

Ο μάρτυρας της συν. Σώτης Τριανταφύλλου, κ. Χρήστος Χωμενίδης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω:
“Είμαι συγγραφέας και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Γνωρίζω και τις δύο κυρίες και δεν θα έλεγα ότι δεν εκτιμώ την κα. Παπασπύρου ως δημοσιογράφο. Με την έκδοση του μυθιστορήματος της κας. Τριανταφύλλου με τίτλο “Κινέζικα κουτιά”, το φθινόπωρο του 2006, η κα. Παπασπύρου ζήτησε από τη κα. Τριανταφύλλου να της παραχωρήσει συνέντευξη. Στη συνέντευξη δεν χρησιμοποιήθηκε μαγνητόφωνο, ούτε από τη πλευρά της δημοσιογράφου που ρωτούσε, ούτε από τη πλευρά της συγγραφέως που απαντούσε. Πράγμα το οποίο προφανώς σημαίνει ότι η δεύτερη εμπιστευόταν τη πρώτη για τη πιστή μεταφορά των απόψεών της.
Με τη δημοσίευση της συνέντευξης στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”, η κα. Σώτη Τριανταφύλλου έμεινε άναυδη και αντέδρασε κατά το εικώς, δημοσιοποιώντας το γεγονός της διαστρέβλωσης των λεγομένων της στη κα. Παπασπύρου και κατά το γράμμα τους και κατά το πνεύμα τους.
Επειδή γνωρίζω, εκτιμώ και εν πάση περιπτώσει είμαι σίγουρος ότι η κα. Τριανταφύλλου είναι εχέφρων και σταθερός στις ιδέες του άνθρωπος, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η αντίδρασή της, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι η αντίδρασή της, δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως η κα. Παπασπύρου όντως παρενόησε, στη καλύτερη περίπτωση, τα απ’ αυτής λεχθέντα.
Το ζήτημα έχει ευρύτερες προεκτάσεις στο βαθμό που ο παραχωρών τη συνέντευξη πρέπει είτε να εξασφαλίζεται, χρησιμοποιώντας το δικό του μαγνητόφωνο και απαντώντας, από το δημοσιογράφο να θέτει υπόψιν του το κείμενο της συνέντευξης πριν αυτό δημοσιευθεί, είτε και εφόσον έχει τη δυνατότητα, να προσφεύγει σε εσάς, κινώντας μια αντικειμενικά άχαρη διαδικασία.
Σχετικά με την έγκληση της κας. Παπασπύρου προς την κα. Τριανταφύλλου, θέλω να σημειώσω ότι το επίμαχο e-mail δεν αναφέρει ονομαστικά την κα. Παπασπύρου. Το e-mail αυτό αποδεικνύει ακόμη περισσότερο την οργή της κας. Τριανταφύλλου, που προφανώς προεκλήθη από την απόδοση της συνέντευξης. Δεν θεωρώ ότι η αποστολή των συγκεκριμένων e-mail, που έλαβα και ο ίδιος, αποτελεί κάτι το επιλήψιμο για την κα. Τριανταφύλλου.
Δεν είμαι σε θέση να καταλογίσω δόλο στη κα. Παπασπύρου, καθώς δε γνωρίζω τι άλλη διαφορά θα μπορούσαν να έχουν οι δύο κυρίες. Αυτό το οποίο μετά βεβαιότητας ξέρω είναι ότι οι συγκεκριμένες φράσεις που περιέχονται στη συνέντευξη δεν ταιριάζουν με τις κατ’ επανάληψη εκπεφρασθείσες απόψεις της κας. Τριανταφύλλου…”.

Ο μάρτυρας της συν. Σώτης Τριανταφύλλου, συν. Γιώργος Λεονάρδος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε τα εξής:
“Είμαι δημοσιογράφος-συγγραφέας και έχω διατελέσει και μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Γνωρίζω το ζήτημα με τη συνέντευξη της Σώτης Τριανταφύλλου, όπως παρουσιάζεται στο ένθετο περιοδικό “7”, ασφαλώς θίγει την κα. Τριανταφύλλου. Πιστεύω ότι έτσι όπως εμφανίσθηκε με τον τίτλο “ρατσισμός που σκοτώνει” και υπότιτλο “τι δουλειά έχει η Σώτη Τριανταφύλλου στη γιορτή της Κου Κλουξ Κλαν στο Τενεσί”, ασφαλώς για τον απλό αναγνώστη δημιουργεί ερωτήματα, ως προς το άτομο και την προσωπικότητα της συγγραφέως.
Πάντως, πιστεύω ότι αυτό έγινε είτε από απροσεξία είτε από απειρία είτε από αμέλεια. Όσον αφορά την έγκληση της κας. Παπασπύρου, θεωρώ ότι η επιστολή της κας. Τριανταφύλλου ήταν αποτέλεσμα αγανάκτησης που δεν έπρεπε να εκφραστεί κατά τέτοιο τρόπο…
Προσωπικά θα αντιδρούσα σε ένα παρόμοιο δημοσίευμα, εγώ ως συγγραφέας, με μια επιστολή προς την εφημερίδα, στην οποία θα εξέφραζα τις απόψεις μου και την έντονη αντίδρασή μου…”.

Ο μάρτυρας της συν. Σώτης Τριανταφύλλου, κ. Φώτος Λαμπρινός, μεταξύ άλλων, κατέθεσε τα εξής:
“Είμαι σκηνοθέτης. Την κα. Τριανταφύλλου τη γνωρίζω πολύ καλά, είμαστε πολύ στενοί φίλοι περίπου 10 ετών και υπάρχει αλληλοεκτίμηση.
Πρώτον, θεωρώ ότι το δημοσίευμα είναι μεταξύ ρεπορτάζ και κριτικής βιβλίου ή κριτική παρουσίασης βιβλίου και θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε απ’ όλα αυτά, αλλά συνέντευξη δεν είναι. Δεύτερον, τα αποσπάσματα τα οποία αποδίδονται στη κα. Τριανταφύλλου ως δικές τις εκφράσεις, με εξέπληξαν από τη στιγμή που διάβασα αυτό το κείμενο και θεωρώ απολύτως ότι δεν την εκφράζουν, με τη λογική ότι με τα αποσπάσματα δεν διατυπώνεται η πλήρης εικόνα, αλλά διαστρέβλωση. Έλαβα το e-mail διαμαρτυρίας της κας. Τριανταφύλλου…”.

Ο μάρτυρας της συν. Σταυρούλας Παπασπύρου, συν. Βασίλης Βασιλικός, μεταξύ άλλων, κατέθεσε τα εξής:
“Έχω αναγνώσει το σχετικό κείμενο της κας. Παπασπύρου και δεν βρίσκω τίποτα το επιλήψιμο. Πέρα από την καταγγελία αυτή, δεν έχω υπόψη μου άλλο ζήτημα στην αντιπαράθεση των δύο συναδέλφων, ούτε και την έγκληση της κας. Παπασπύρου.
Πάντως, απ’ ότι ξέρω η κα. Τριανταφύλλου μέσω e-mail έστειλε, διαμαρτυρόμενη, κάποιο κείμενο σε διαμορφωτές της κοινής γνώμης γύρω από το βιβλίο. Σε ένα μικρόχωρο, όπως είναι ο συγγραφικός χώρος, τέτοιες διενέξεις μόνο καλό δεν κάνουν”.

Ο μάρτυρας της συν. Σταυρούλας Παπασπύρου, συν. Φώτης Απέργης, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα παρακάτω:
“Εργάζομαι στην εφημερίδα “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” ως αρχισυντάκτης του πολτιστικού ένθετου της εφημερίδας. Στο τμήμα αυτό ανήκει εδώ και 10 χρόνια η συν. Παπασπύρου με ειδίκευση στα θέματα του βιβλίου.
Δεν θεωρώ ότι η κα. Παπασπύρου παραβίασε τη δεοντολογία, όσον αφορά τη συνέντευξη που πήρε από την κα. Τριανταφύλλου, όπως αυτή δημοσιεύθηκε. Αντίθετα, είναι προφανές ότι τη δεοντολογία παραβίασε κατάφωρα με το e-mail της προς δεκάδες ανθρώπους του βιβλίου η κα. Τριανταφύλλου, καθώς και με το περιεχόμενο της έγκλησής της…”.

Ο μάρτυρας της συν. Σταυρούλας Παπασπύρου, συν. Δημήτρης Γκιώνης, ανέφερε μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
“Είμαι δημοσιογράφος-μέλος της ΕΣΗΕΑ, προϊστάμενος του πολιτιστικού καθημερινού της “Έψιλον”, πάνω από 30 χρόνια. Εκτιμώ και τις δύο συναδέλφους, αλλά θεωρώ άνευ λόγου την έγκληση της κας. Τριανταφύλλου. Δεν θεωρώ ότι το δημοσίευμα της κας. Παπασπύρου θίγει την κα. Τριανταφύλλου. Ενδεχομένως να ενοχλήθηκε από ορισμένες αιχμές που αφορούσαν το βιβλίο της κας. Τριανταφύλλου.
Σχετικά με τον τίτλο του δημοσιεύματος η ευθύνη είναι του προϊσταμένου και δεν αφορά την κα. Παπασπύρου. Από τη στιγμή που θεώρησε ότι την έθιγε το δημοσίευμα, μπορούσε κάλλιστα να στείλει μια επιστολή στην εφημερίδα, η οποία θα δημοσιευόταν, και η οποία είναι μια από τις πάγιες αρχές της. Και δεν καταλαβαίνω γιατί επέλεξε να καταγγείλει τη συνάδελφο μέσω διαδικτύου, με πάρα πολλούς αποδέκτες, με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, απ’ ότι βλέπω…”.

Στο απολογητικό υπόμνημά της η εγκαλούμενη συν. Σώτη Τριανταφύλλου, ανέφερε μεταξύ άλλων, τα εξής:
“Στην πραγματικότητα δεν αισθάνομαι την ανάγκη να απολογηθώ. Ωστόσο, αναγνωρίζω ότι η αντίδρασή μου στη δημοσιογραφική εργασία της Σταυρούλας Παπασπύρου (ανοιχτή επιστολή που κυκλοφόρησα στο mail list μου μέσω Ιντερνετ) μπορεί να θίγει τα αισθήματα -την ευαισθησία- πολλών συναδέλφων, ότι σε ανάλογη περίπτωση θα την επαναλάβω με κίνδυνο να εκνευρίσω όποιον αισθάνεται ευάλωτος.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το δημοσιογραφικό επάγγελμα δεν πάσχει μόνο από την trash tv και τους γνωστούς πρωταγωνιστές του κιτρινισμού, αλλά και από δημοσιογράφους που θεωρούνται σεμνοί και σοβαροί. Δεν θα αναλύσω εδώ τα περί “κακοποίησης” πολλών ανθρώπων -καλλιτεχνών κ.τ.λ – που παραχωρούν συνεντεύξεις: νομίζω άλλωστε πως θα συμφωνήσουμε όλοι ότι το πρόβλημα υπάρχει…”.

Απολογούμενη ενώπιον του Συμβουλίου, η εγκαλούμενη συν. Σταυρούλα Παπασπύρου, είπε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
“…Δεν διαστρέβλωσα το παραμικρό και δεν της έβαλα στο στόμα τίποτα να μην έχει ξεστομίσει. Οι τίτλοι δεν είναι ευθύνη του συντάκτη, αλλά του συντάκτη ύλης ή του αρχισυντάκτη. Το παράδειγμα που επικαλείται στην έγκλησή της προ 3 ετών είναι ατυχές, γιατί δεν υπήρξε ποτέ δημοσίευμα με τίτλο “Με ζηλεύουν”…
Εργάζομαι στο πολιτιστικό ρεπορτάζ από το 1987 και δεν έδωσα ποτέ δικαίωμα να αμφισβητηθεί η επαγγελματική μου αξιοπιστία”.

Το ΠΠΣ αφού έλαβε υπόψη τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις απολογίες των εγκαλουμένων συναδέλφων και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, αποφαίνεται ως εξής:

Η συν. Σταυρούλα Παπασπύρου στο δημοσίευμα της εφημερίδας “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” της 30.10.06, με την επίμαχη συνέντευξη καταχωρεί κρίσεις και απόψεις που σε ορισμένα σημεία εμπεριέχουν επίκριση ή αρνητικό σχολιασμό προς την συν. Τριανταφύλλου. Υπάρχουν, όμως, για την πλειοψηφία των μελών ορισμένες επιφυλάξεις για το αν πέραν της υπερβολής, παραβιάζουν και τα όρια της δεοντολογίας. Αντίθετα, δύο μέλη θεωρούν ότι το επίμαχο δημοσίευμα είναι επιθετικό και δημιουργεί αρνητική εικόνα για την συν. Τριανταφύλλου, παραβιάζοντας την δεοντολογία. Όσον αφορά τους τίτλους του δημοσιεύματος που κρίνονται ομόφωνα απαράδεκτοι και αντίθετοι προς την δεοντολογία, η ευθύνη δεν ανήκει στην συν. Παπασπύρου, αφού αυτά τίθενται, όπως και αναφέρθηκε στις μαρτυρικές καταθέσεις, από προϊσταμένους των συντακτών.

Η συν. Σώτη Τριανταφύλλου, παρότι όφειλε είτε με επιστολή προς την εφημερίδα να ζητήσει επανόρθωση είτε να περιοριστεί στην προσφυγή της στο ΠΠΣ, κατά τρόπο απαράδεκτο και προκλητικό απέστειλε σε δεκάδες συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφους κλπ, ηλεκτρονική επιστολή με προσβλητικές αναφορές για την συν. Παπασπύρου, αλλά και το έντυπο που εργάζεται. Η φρασεολογία που χρησιμοποιεί είναι πράγματι ενδεικτική θρασύτητας. Εξάλλου, με ιδιαίτερη προκλητικότητα δηλώνει στην απολογία της προς το ΠΠΣ πως αν χρειαστεί θα επαναλάβει την ενέργεια αυτή.

Με όλη αυτή την συμπεριφορά της παραβιάζει απροκάλυπτα την δεοντολογία, παρότι μπορεί να της αναγνωριστεί ότι τελούσε σε ψυχική φόρτιση από το δημοσίευμα και ιδιαίτερα τους τίτλους, οι οποίοι, όπως προεξετέθη, παραβίαζαν τα όρια της δεοντολογίας.

Με βάση τα ανωτέρω το ΠΠΣ αποφασίζει:

α) Θεωρεί κατά πλειοψηφία (με ψήφους 3 έναντι 2) μη ελεγκτέα πειθαρχικά την συν. Σταυρούλα Παπασπύρου, λόγω αμφιβολιών. Η μειοψηφία θεωρεί ότι είναι πειθαρχικά ελεγκτέα.

β) Θεωρεί ομόφωνα πειθαρχικά ελεγκτέα την συν. Σώτη Τριανταφύλλου, κατά το κατηγορητήριο. Ως προς την ποινή, με ψήφους 3 έναντι 2 επιβάλλει την επίπληξη με ανάρτηση της απόφασης στους χώρους εργασίας. Η μειοψηφία πρότεινε την ποινή της απλής επίπληξης.

Η απόφαση καθαρογράφηκε την Τετάρτη, 25.07.07.

Ο προεδρεύων                         Η γραμματέας

Ιωάννης Αποστολόπουλος           Μαρία Χριστοφοράτου