image_pdfimage_print

Tο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της Ενώσεως Συντακτών ΗΕΑ συνήλθε σήμερα Τρίτη, 14 Οκτωβρίου 2003 υπό την προεδρία του προέδρου συν. Ιωάννη Αποστολόπουλου και με την παρουσία των τακτικών μελών συν. Παναγιώτη Βενάρδου και Αικατερίνης Δουλγεράκη και των αναπληρωματικών μελών συν. Μανώλη Καραμπατσάκη και Παναγιώτη Μπόσδα, οι οποίοι αναπληρούσαν αντίστοιχα τα απουσιάζοντα τακτικά μέλη συν. Ιωάννη Στεβή και Παναγιώτη Τσίρο, καθώς και της γραμματέως Μαρίας Χριστοφοράτου, προκειμένου να εκδώσει απόφαση επί της αυτεπάγγελτης πειθαρχικής δίωξης του Συμβουλίου κατά του συν. Θωμά Μπαρμπαρούση.

Το ΠΠΣ αποφάσισε με ψήφους 4 έναντι 1 την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του συν. Θωμά Μπαρμπαρούση, για παράβαση του άρθρου 7, παρ. 1, εδ. θ’ και στ’ του Καταστατικού και του άρθρου 5, παρ. β’ του Κώδικα Αρχών Δεοντολογίας. Ειδικότερα επειδή προέκυψε θέμα ασυμβίβαστου καθώς ενώ καλύπτει το ρεπορτάζ του υπ. Μεταφορών, συγχρόνως -σύμφωνα με καταγγελία, αλλά και με την κατάθεση του ιδίου του εγκαλουμένου Θ. Μπαρμπαρούση- είναι ιδιοκτήτης σχολής οδικών μεταφορέων και σχολής εκπαίδευσης οδηγών οχημάτων μεταφοράς επικινδύνων εμπορευμάτων, η οποία σχολή υπόκειται στον έλεγχο του υπ. Μεταφορών. Ο εγκαλούμενος ενημερώθηκε για την εναντίον του άσκηση πειθαρχικής δίωξης προκειμένου να ορίσει έως τρεις μάρτυρες, όπως δικαιούται.

Ο εγκαλούμενος συν. Θ. Μπαρμπαρούσης υπέβαλε το υπ’ αρ. πρωτ. 659/18.04.03 υπόμνημα, το οποίο ανέφερε τα εξής:

«Για την άσκηση αυτεπάγγελτης πειθαρχικής δίωξης εναντίον μου, με την αιτιολογία ότι υφίσταται θέμα ασυμβίβαστου, έχωνα σας επισημάνω ότι η άσκηση της δίωξης στερείται αντικειμένου και αιτίας για τους εξής λόγους:

Δεν είμαι διαπιστευμένος στο Υπουργείο Μεταφορών και άρα δεν υφίσταται θέμα ασυμβίβαστου στην άσκηση της δημοσιογραφικής μου δραστηριότητας και του γεγονότος ότι περιήλθε στην κατοχή μου, από γονική παροχή, εταιρεία με αντικείμενο, που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Μεταφορών

Πιο συγκεκριμένα:

Στο Υπουργείο Μεταφορών ήμουν διαπιστευμένος από το 1975 έως τον Φεβρουάριο του 2001, οπότε έπαψα να εργάζομαι στο «Κέρδος», καθότι ανέλαβα καθήκοντα διευθυντή του μηνιαίου οικονομικού περιοδικού «Αγορά», το οποίο ανήκε στην ΠΡΟΒΟΛΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕ, που εκδίδει το «Κέρδος». Το περιοδικό «Αγορά» έκλεισε στο τέλος Ιανουαρίου 2002, οπότε επανήλθα στο «Κέρδος», αλλά μετά από συζήτηση και συμφωνία με τη διεύθυνση της εφημερίδας ανέλαβα την ευθύνη έκδοσης του εβδομαδιαίου ένθετου «Νέα Οικονομία» (βλ. ταυτότητα ενθέτου σελ. 2).

Η διεύθυνση μου ζήτησε επιπλέον να συμμετέχω με σχόλια και άρθρα στην εβδομαδιαία σελίδα με τον τίτλο «Μεταφορές/Logistics». Στην ίδια σελίδα, συμμετέχει η συν. Κωνσταντίνα Καραγιάννη, η οποία έχει την ευθύνη του ρεπορτάζ του Υπουργείου και της σχετικής ειδησεογραφίας, καθότι είναι η διαπιστευμένη συντάκτρια του «Κέρδους» στο Υπουργείο Μεταφορών.

Σήμερα, και από το 2001 –οπότε εγκατέλειψα το ρεπορτάζ του Υπουργείου Μεταφορών, για τους λόγους που προανέφερα– διαπιστευμένοι συντάκτες είναι η Κ. Καραγιάννη –για θέματα μεταφορών– και ο Ευάγγελος Μανδραβέλλης –για θέματα τηλεπικοινωνιών– (βλέπετε κατάσταση του Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Μεταφορών, με τους διαπιστευμένους συντάκτες, σελίδα 2).

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν υφίσταται θέμα ασυμβιβάστου. Παρόλα αυτά, και στην περίπτωση που το ΠΠΣ θεωρήσει σκόπιμο να επιβεβαιώσει τα όσα καταθέτω, προτείνω να ζητηθεί η μαρτυρία του διευθυντή του «Κέρδους» κ. Βασίλη Στεφανακίδη, ο οποίος καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον γνωρίζει τη σχέση και το αντικείμενο εργασίας μου στην εφημερίδα…».

Στη συνέχεια, το ΠΠΣ κάλεσε στις 02.09.03 το μάρτυρα του εγκαλουμένου, συν. Βασ. Στεφανακίδη, ο οποίος κατέθεσε τα ακόλουθα:

«Ο ίδιος πληροφορήθηκα ότι ο συν. Μπαρμπαρούσης είχε σχέση με σχολή επιμόρφωσης οδικών μεταφορέων και οχημάτων μεταφοράς επικίνδυνων εμπορευμάτων, με την επιστολή που έστειλαν ελεγκτές του Υπουργείου Συγκοινωνιών, που απαντούσαν στο δημοσίευμά του, που είχε καταχωρηθεί στην εφημερίδα «Κέρδος». Σημειώνω ότι στην εφημερίδα «Κέρδος» ο ίδιος είμαι διευθυντής σύνταξης.

Πάντως, την περίοδο εκείνη ο συν. Μπαρμπαρούσης δεν ήταν διαπιστευμένος συντάκτης στο Υπουργείο Μεταφορών. Ο συν. Μπαρμπαρούσης έχει ως αντικείμενο εργασίας στην εφημερίδα την κάλυψη άλλων τομέων, μετά μάλιστα το επίμαχο άρθρο και την απάντηση των ελεγκτών, του ζητήθηκε από εμένα να μην ασχοληθεί πάλι με τον τομέα του Υπουργείου Μεταφορών, όπως κι έγινε.

Κατά τη γνώμη μου, το να έχει έστω και έμμεση σχέση με τη συγκεκριμένη σχολή, που εποπτεύεται από το Υπουργείο Μεταφορών, δεν βοηθάει στην άσκηση ανεξάρτητης δημοσιογραφίας.

Δεν θεωρήσαμε σκόπιμο στην εφημερίδα να δημοσιευθεί ανταπάντηση του συν. Μπαρμπαρούση, στην επιστολή των ελεγκτών του Υπουργείου Μεταφορών για να μην δοθεί συνέχεια, που θα ήταν σε βάρος της εφημερίδας…».

 

Ακολούθως, κλήθηκε σε απολογία ο εγκαλούμενος συν. Μπαρμπαρούσης, ο οποίος απέστειλε προς το ΠΠΣ το υπ’ αριθ. πρωτ. 834/16.09.03 υπόμνημα:

«Σχετικά με την υπό κρίση υπόθεσή μου, σας γνωρίζω ότι, εμμένω στο απολογητικό υπόμνημα με ημερομηνία 18.04.03. Ωστόσο, επισημαίνω ότι:

· Η Μονοπρόσωπη ΕΠΕ περιήλθε στην κατοχή μου με γονική παροχή, ήτοι με διαδικασία απολύτως σύννομη και προβλεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο. Είναι σαφές ότι η γονική παροχή έχει αναγκαστικό χαρακτήρα για τον αποδέκτη, και είναι διαδικασία συνηθισμένη σε περιπτώσεις που γονείς, για τον ένα ή τον άλλο λόγο μεταβιβάζουν στα παιδιά τους οιασδήποτε μορφής περιουσιακά στοιχεία.

· Κατόπιν όλων αυτών, θεωρώ ότι θα ήταν παγκόσμια πρωτοτυπία να χάσει κάποιος την ιδιότητα μέλους συνδικαλιστικού σωματείου, επειδή περιήλθε στην ιδιοκτησία του, με γονική παροχή, κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Αν, δε, το μέτρο εφαρμοστεί στο σύνολο συναδέλφων, που έχουν αποδεχτεί περιουσιακά στοιχεία από τους γονείς τους, η ΕΣΗΕΑ θα βρισκόταν στη δυσάρεστη θέση να διαγράψει από τα μητρώα της μεγάλο αριθμό μελών της που έκαναν το «λάθος» να κληρονομήσουν από περίπτερα, μέχρι σούπερ μάρκετς, καταστήματα, επιχειρήσεις με ενοικιαζόμενα κλπ…».

Το ΠΠΣ αφού έλαβε υπόψη του την μαρτυρική κατάθεση, την απολογία του εγκαλουμένου και τα άλλα στοιχεία του φακέλου, θεωρεί κατά πλειοψηφία ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

Ο εγκαλούμενος συνάδελφος έχει στην ιδιοκτησία του μονοπρόσωπη ΕΠΕ στην οποία ανήκει σχολή οδικών μεταφορέων και σχολή εκπαίδευσης οδηγών οχημάτων μεταφοράς επικίνδυνων εμπορευμάτων, με την ονομασία «Κέντρο Μεταφορικών Μελετών, Σπουδών και Ερευνών ΜΟΝ. ΕΠΕ Θ. ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΥΣΗ». Η σχολή αυτή υπόκειται στον έλεγχο του υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. Το στοιχείο αυτό δημιουργεί προφανές κώλυμα δεοντολογικού χαρακτήρα για την δημοσιογραφική ενασχόληση του εγκαλούμενου συναδέλφου με θέματα του ως άνω υπουργείου.

Παρά ταύτα ο εγκαλούμενος μέχρι τον Φεβρουάριο του 2001, εκάλυπτε το ρεπορτάζ του υπουργείου αυτού για την ημερήσια εφημερίδα «Κέρδος» και λίγο αργότερα από τον Ιανουάριο του 2002 ανέλαβε να συμμετέχει με σχόλια και άρθρα στην εβδομαδιαία σελίδα με τον τίτλο «Μεταφορές-Logistics» της ίδιας εφημερίδας, ασκώντας έλεγχο και κριτική στο υπουργείο Μεταφορών το οποίο όπως αναφέρθηκε είχε τον έλεγχο της σχολής οδηγών που ανήκε στην μονοπρόσωπη ΕΠΕ ιδιοκτησίας του.

Η ενασχόλησή του αυτή προκάλεσε μάλιστα και αντιδράσεις από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών του υπουργείου Μεταφορών, οι οποίοι κατήγγειλαν ως διαβλητή την αρθρογραφία εναντίον τους, υποστηρίζοντας πως γίνεται για λόγους εκδίκησης επειδή εντόπισαν ελλείψεις και παρατυπίες στη λειτουργία της ως άνω σχολής και η σχετική έκθεση διαβιβάστηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο εγκαλούμενος, παρότι είχε χρέος, απέφυγε να ενημερώσει την Διεύθυνση της εφημερίδας για το κώλυμα αυτό, το ότι δηλαδή ήταν ιδιοκτήτης μονοπρόσωπης ΕΠΕ που είχε σχολή οδηγών. Όπως μάλιστα αναφέρει ο ίδιος ο μάρτυράς του, που ήταν και διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας, όταν έγινε γνωστό από την καταγγελία των ελεγκτών του υπουργείου Μεταφορών πως ήταν ιδιοκτήτης της ως άνω σχολής οδηγών, του ζητήθηκε να μην ασχοληθεί πάλι με θέματα του υπουργείου αυτού.

Κατόπιν αυτών, το ΠΠΣ κρίνει κατά πλειοψηφία με ψήφους 4 έναντι 1 πειθαρχικά ελεγκτέο τον εγκαλούμενο συνάδελφο για παράβαση του άρθρου 7, παρ. 1, εδ. θ’ και στ’ του Καταστατικού και του άρθρου 5, παρ. β’ του Κώδικα Αρχών Δεοντολογίας.

 

Ως προς την ποινή, του επιβάλλει κατά πλειοψηφία προσωρινή διαγραφή έξι μηνών από τα μητρώα της ΕΣΗΕΑ. Ένα μέλος ζήτησε την επιβολή απλής επίπληξης.